- παράδεισος
- парк
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Смотреть что такое "παράδεισος" в других словарях:
παράδεισος — ο рай – 1) местопребывание первых людей, Адама и Евы, откуда они были изгнаны после грехопадения; сад Эдем; 2) духовный мир, в котором пребывают с Богом души праведников после смерти Этим. дргр. < перс. pardez (в современном персидском «сад») … Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко)
παράδεισος — enclosed park masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδεισος — ο 1. (θρησκ.), κήπος όπου ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτοπλάστους: Στο μέσο του Παραδείσου ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. 2. τόπος διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: Μονάχος του κανείς ούτε στο Παράδεισο δεν κάνει. 3. μτφ., τόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… … Dictionary of Greek
παράδεισος — [парацисос] ουσ. а. рай … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
παραδείσω — παράδεισος enclosed park masc nom/voc/acc dual παράδεισος enclosed park masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПАРАДИС — • Παράδεισος, paradisus, имя больших парков и зверинцев восточных владетелей, особенно персидских сатрапов; эти парки, окруженные рвами, были богаты зверями для охоты, разными сортами деревьев, между которыми протекали ручьи. Очень… … Реальный словарь классических древностей
παραδείσοις — παράδεισος enclosed park masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσου — παράδεισος enclosed park masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσους — παράδεισος enclosed park masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσων — παράδεισος enclosed park masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)